χαραδριός

χαραδριός
(charadrius). Γένος πτηνών της οικογένειας των χαραδριιδών, της τάξης των χαραδριόμορφων. Απαντούν συχνότερα στις ακτές της νότιας Ευρώπης την εποχή των μεταναστεύσεων. Κατά την άμπωτη, όταν δηλαδή χαμηλώνει η θάλασσα, οι χ. Τρέφονται με μικρά κοχύλια και ζωύφια, που τα ψαρεύουν στα τέλματα. Τις φωλιές τους τις φτιάχνουν πάνω στο έδαφος. Όταν πλησιάζει εχθρός, προσποιούνται ότι έχουν σπασμένη τη φτερούγα τους, ώστε να τον προκαλέσουν να τους επιτεθεί και έτσι να τον απομακρύνουν από τα μικρά τους, που εν τω μεταξύ βρίσκουν την ευκαιρία να κρυφτούν. Στην Ευρώπη, υπάρχουν πολλά είδη χ., μερικά από τα οποία χαρακτηρίζονται από ένα μαύρο περιδέραιο πάνω στο ανοιχτόχρωμο τρίχωμά τους, όπως ο χ. ο στρεπτοφόρος, αλλιώς χειμωνιάτικο θαλασσοπούλι ή πετροπέρδικα και ο χ. ο αλεξανδρινός, αλλιώς παρώνος. Άλλα πάλι έχουν ζωηρότερο φτέρωμα, όπως ο χ. ο υέτιος, ή ο χρυσός, κοινώς βροχοπούλι και κιτρινοπούλι και ο χ. ο τεφρόχρους. Όλα αυτά τα πουλιά είναι αποδημητικά και ταξιδεύουν σε μακρινές περιοχές, από τις αρκτικές τούνδρες έως τις ακτές της δυτικής Ευρώπης και την τροπική Αφρική. Άλλα είδη χ. ζουν στη Βόρεια Αμερική και μεταναστεύουν σε μακρινές περιοχές. Αυτό γίνεται κυρίως με τον χ. τον χρυσό, που μεταναστεύει κάθε χρόνο από την Αλάσκα στην Αργεντινή, άλλα δεν πραγματοποιούν χωρίς σταθμό την απόσταση από την Αλάσκα έως την Πολυνησία.
* * *
ο, ΝΑ, και χαλαδριός Μ
ζωολ. γένος, τυπικό τής οικογένειας χαραδριίδες, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών, γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες σφυριχτής ή κιτρινοπούλι
αρχ.
(μτφ) αδηφάγος, λαίμαργος άνθρωπος («χαραδριοῦ βίον ζῆν», παροιμ. φρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαράδρα + επίθημα -ιός που απαντά και σε άλλες ονομασίες πτηνών (πρβλ. αἰγυπ-ιός, ἐρωδ-ιός). Ως όρος τής ζωολ., στη νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. charadrius].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαραδριός — bird masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραδριοί — χαραδριός bird masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραδριοῦ — χαραδριός bird masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραδριούς — χαραδριός bird masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραδριῶν — χαραδριός bird masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραδριῷ — χαραδριός bird masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραδριόν — χαραδριός bird masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραδριίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια χαραδριόμορφων πτηνών, με τυπικό το γένος χαραδριός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. charadriidae < charadrius (< χαραδριός) + κατάλ. idae (πρβλ. ίδες). Η λ., στον λόγιο τ. χαραδριίδαι, μαρτυρείται από το 1889 στο …   Dictionary of Greek

  • Caladrius — Le caladrius détourne la tête si le malade est destiné à mourir. Illustration du XIIIe siècle. Le caladrius, calandre ou caladre est un oiseau légendaire et fabuleux du Moyen Âge, très présent dans les bestiaires où il est décrit comme ayant …   Wikipédia en Français

  • харадрион — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. χαράδριος) цапля.     … …   Словарь церковнославянского языка

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”